- ἐπετειοφόρος
- ἐπετειο-φόρος, ον,A fruiting every year, ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επετειοφόρος — ἐπετειοφόρος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που καρποφορεί κάθε χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επέτειος + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek
ἐπετειοφόρα — ἐπετειοφόρος fruiting every year neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επετειοφορώ — ἐπετειοφορῶ, έω (Α) [επετειοφόρος] καρποφορῶ κάθε χρόνο … Dictionary of Greek